-
1 ο
I.ὁI(ὅ), ἡ (ἥ) - τό (gen. m и n τοῦ - эп. τοῖο, дор. τῶ, τῆς - дор. τᾶς; pl. οἱ (οἵ), αἱ (αἵ), τά pron. demonstr. 3 л., часто со знач. pron. pers., преимущ. у Hom., Trag.) этот, тот, такой, онὁ γὰρ ἦλθε Hom. — ибо он пришел;
ἕως ὅ τῷ πολέμιζε Hom. — пока тот с этим боролся;τῆς πέφυκα μητρός Soph. — я родился от этой матери;οἱ μὲν αὐτῶν ἐτόξευον, οἱ δ΄ ἐσφενδόνων Xen. — одни из них метали стрелы, другие - камни из пращей;ἥ στρατιὰ ἣ μὲν πρὸς τέν πόλιν ἐχώρουν, ἣ δὲ πρὸς σταύρωμα Thuc. — войско отправилось частью к городу, частью же к заграждению;οὐ πάσας χρέ τὰς δόξας τῶν ἀνθρώπων τιμᾶν, ἀλλὰ τὰς μὲν, τὰς δ΄ οὔ οὐδὲ πάντων, ἀλλὰ τῶν μέν, τῶν δ΄ οὔ Plat. — уважать следует не все мнения людей, а лишь одни, другие же - нет, и притом (мнения) одних, но не других;οὔτε τοῖς, οὔτε τοῖς Plat. — ни тем, ни другим;τὰ μέν τι μαχόμενοι, τὰ δὲ καὴ ἀναπαυόμενοι Xen. — то ведя кое-какие бои, то отдыхаяIIἡ - τό, gen. τοῦ, τῆς, τοῦ (грамматический член, со знач. ослабленной указательности, т.е. определенности, групповой или индивидуальной; соотв. франц. le, la, англ. the, нем. der, die, das)(часто in crasi: ὅ ἀνήρ = ἁνήρ - эол. ὤνηρ, τοῦ ἀνδρός = τἀνδρός, οἱ ἄνδρες = ἅνδρες - ион. ὤνδρες, τὸ ἕτερον = θάτερον - ион. τοὔτερον, дор. θώτερον и т.д.)
1) этот, тот (который), данный, упомянутый, известный тебе ( обычно не переводится)(ὅ Εὐφράτης ποταμός, τὸ Αἰγάλεων ὄρος, ἥ Αἴτνη τὸ ὄρος Thuc.; Νέστωρ ὅ γέρων Hom.)
ὅ ἄνθρωπος — вот этот (данный) человек или человек вообще, человеческий род;Φαίδων ὅ Φαίδων ἐστίν Plat. — Федон, он (именно) Федон и есть;τιμῆς τῆς Πριάμου Hom. — с честью (самого) Приама;ἡττηθεὴς τῇ μάχῃ Xen. — будучи разбит в этом сражении2) (придает знач. существительного любой иной части речи или целой группе их)τὸ πρίν Hom. etc. — прежнее время, прошлое;
τὸ μέ ζητοῦντα ἐπιτυχεῖν Xen. — нахождение без поисков;τὸν ἐμέ Plat. — меня лично3) в знач. слово, выражение, изречениеτὸ τοῦ Σόλωνος Her. (лат. illud Solonis) — изречение Солона;
τὸ μηδένα εἶναι ὄλβιον Her. — мнение, будто никто не счастлив4) ( иногда придает оттенок приблизительности) около: , ὧν ἦσαν αἱ εἴκοσιν … Thuc. корабли, из которых около двадцати …5) (с последующим gen. обозначает принадлежность, ту или иную связь - родственную, пространственную и т.д.)Ἡρακλῆς ὅ (sc. υἱός) Διός — Геракл, сын Зевса;
Ἄρτεμις ἥ (sc. θυγάτηρ) Λητοῦς — Артемида, дочь Лето;Κλέαρχος καὴ οἱ ἐκείνου Thuc. — Клеарх и его люди (сторонники, друзья и т.п.);часто перед — существительным с предлогом:τὰ ἐπὴ Θρᾴκης Thuc. — области Фракии;τὰ ἀπὸ τοῦ Ἀλκιβιάδου Thuc. — планы Алкивиада;τὰ ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc. — то, что (сражалось) с палубы;οἱ τότε Hom. etc. — тогдашние люди;κατὰ τέν ἐμήν (sc. γνώμην) Plat. — по-моему;οἱ νῦν Plat. etc. — нынешние (люди);τὸ ἐμόν Xen. — что касается меня6) n pl. обозначает:(1) часть, элементτά, ὅσα γῇ κεράννυται Plat. — элементы, примешивающиеся к земле, т.е. входящие в состав земли;
τῶν πέντε τὰς δύο μοίρας Thuc. — две части из пяти, т.е. две пятых(2) в n pl. достояние, состояние, имущество, тж. дела, обстоятельстваτὰ τῶν πολεμίων Xen. — имущество (средства) неприятеля;
τὰ τῆς πόλεως Thuc., Plat. etc. — государственные дела, политические вопросы;τὰ τῶν Ἑλλήνων Thuc. — греческие дела, положение греков, обстоятельства в ГрецииII.ὄinterj. о! Arph.III.ὅIII -
2 εισερχομαι
ион. и староатт. ἐσέρχομαι (fut. εἰσελεύσομαι, aor. εἰσῆλθον и εἰσήλῠθον)1) входить, приходить, прибывать(πόλιν Hom.; Φρυγίην Hom.; ἐς Πλάταιαν Thuc.; δόμους Eur.; ἐς οἴκημα Thuc.; οἴκαδε Xen., Aeschin.; πρός τινα Xen. и παρά τινα Plat.)
2) поступать, проникать(ἥ νόσος ἐς Πελοπόννησον οὐ ἐσῆλθεν Thuc.)
ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν Thuc. — примкнуть к союзному договору;εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους Xen. — вступать в число эфебов;τὰ εἰσερχόμενα καὴ τὰ ἐξερχόμενα Arst. — поступления (доходы) и расходы3) юр. являться, представать(εἰς τὸ δικαστήριον Plat., Dem. и εἰς τοὺς δικαστάς Dem.)
οἱ ὑπὲρ τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότες δικασταί Dem. — судьи, собравшиеся для разбора дел общественной важности;4) появляться на сцене, выступать Xen., Plat.5) ( о душевных явлениях) возникатьΚροῖσον γέλως εἰσῆλθε Her. — Крез разразился смехом;
Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Her. — Крезу вспомнилось изречение Солона;εἰσελθέτω σε μήποθ΄ ὡς θηλύνους γενήσομαι Aesch. — не надейся, что я оробею, как женщина;εἰσῆλθε με φοβηθῆναι ξυννοήσαντα, τί … Plat. — мною овладел страх при мысли о том, что именно … -
3 ξυγγενεια
ἥ1) общность происхождения, родство2) общность, внутренняя связь(τῶν ὤτων καὴ γλώττης Luc.)
κατὰ συγγένειαν τῆς μορφῆς Arst. — по морфологическому сходству3) родня, род, семьяἀπὸ τῆς τοῦ Σόλωνος συγγενείας Plat. — из рода Солона;
φίλοι καὴ σ. Eur. — друзья и родные4) родственникσ. πατρὸς ἐμοῦ Eur. — родственник моего отца
5) лог. род, класс, категория(ἐν τῇ αὐτῇ συγγενείᾳ εἶναι Arst.)
-
4 συγγενεια
ἥ1) общность происхождения, родство2) общность, внутренняя связь(τῶν ὤτων καὴ γλώττης Luc.)
κατὰ συγγένειαν τῆς μορφῆς Arst. — по морфологическому сходству3) родня, род, семьяἀπὸ τῆς τοῦ Σόλωνος συγγενείας Plat. — из рода Солона;
φίλοι καὴ σ. Eur. — друзья и родные4) родственникσ. πατρὸς ἐμοῦ Eur. — родственник моего отца
5) лог. род, класс, категория(ἐν τῇ αὐτῇ συγγενείᾳ εἶναι Arst.)
-
5 αξων
- ονος ὅ1) ось(σιδήρεος Hom.; sc. ἀμάξης Hes.; τροχοὴ ἄξονές τε Eur., Xen.; ἄ., διάμετρος τοῦ κόσμου Arst.)
2) ( в удилах) стержень(οἱ ἄξονες, sc. τοῦ χαλινοῦ Xen.)
3) вращающаяся на оси деревянная таблица, скрижаль с текстом законов(ὡς ἐν τῷ ἄξονι εἴρηται Dem.; οἱ ἄξονες Σόλωνος Plut.)
См. также в других словарях:
σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π … Dictionary of Greek
Πεδιείς — Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, κοντά στον βοιωτικό Κηφισό. Την είχε πυρπολήσει ο Ξέρξης στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Π. ήταν και η ονομασία του κόμματος των μεγάλων γαιοκτημόνων στην Αττική που ζούσαν στην περιοχή του Κηφισσού. Το… … Dictionary of Greek
ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία … Dictionary of Greek
μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… … Dictionary of Greek
ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… … Dictionary of Greek
ιδυίοι — ἰδυῑοι, αττ. τ. ἰδῡοι, οἱ (Α) (στους νόμους τού Δράκοντος και τού Σόλωνος) οι μάρτυρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βιδιαίοι] … Dictionary of Greek
χρεωκοπίδης — ὁ, Α (στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων τού Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο τής σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. ίδης* τών πατρωνυμικών] … Dictionary of Greek